καταργεῖ — καταργέω leave unemployed pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταργέω leave unemployed pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταργέω leave unemployed pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) καταργέω leave unemployed… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία … Dictionary of Greek
Ντάλτον, σχέδιο του- — Εκπαιδευτικό και σχολικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην πόλη Ντάλτον της Μασαχουσέτης, το 1920 με πρωτοβουλία της Έλεν Παρκχερστ, η οποία το εμπνεύστηκε από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Ντιούι. Με αφετηρία την αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αντεπιταγή — η επιταγή ή εντολή που καταργεί άλλη προηγούμενη … Dictionary of Greek
αντιφώνηση — (Νομ.). Όρος του ρωμαϊκού δικαίου. Σημαίνει την υπόσχεση του οφειλέτη (ή ενός τρίτου που ενεργεί για χάρη του οφειλέτη) προς τον δανειστή ότι θα εκπληρώσει την παροχή που του οφείλει. Η υπόσχεση αυτή δεν καταργεί την ενοχή που προϋπάρχει, αλλά… … Dictionary of Greek
αχρωματικός — και αχρωστικός, ή, ό 1. ο σχετικός με τον αχρωματισμό 2. λέγεται για οπτικό σύστημα που καταργεί τη χρωματική εκτροπή του φωτός εξαιτίας της οποίας τα άκρα των ειδώλων των αντικειμένων εμφανίζονται έγχρωμα («αχρωματικό πρίσμα», «αχρωματικός… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
λυτικός — ή, ό (Α λυτικός, ή, όν) [λύτης] το αρσ. ως ουσ. ο λυτικός γραμματικός τής αλεξανδρινής εποχής ο οποίος ασχολούνταν με τη λύση δύσκολων ζητημάτων νεοελλ. 1. ικανός να εξηγεί προβλήματα 2. φρ. «λυτικές ουσίες» ουσίες η χορήγηση τών οποίων καταργεί… … Dictionary of Greek